ἰδίῃς

ἰδίῃς
ἴδιος
one's own
fem dat pl (epic ionic)
ἰ̱δίῃς , ἰδίω
sweat
pres subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἰδίης — ἴδιος one s own fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδίω — ἰδίω (Α) (σε περίπτωση τρόμου) ιδρώνω («πρὶν ἂν ἰδίῃς καὶ διαλύσῃς ἄρθρων ἶνας», Αριστοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἰδίω προέρχεται από αμάρτυρο *εἵδω, με ιωτακισμό και ιωνική ψίλωση (πρβλ. ἶδος) + επίθημα *yε / yω ( ιω) και ανάγεται σε IE *sveid «ιδρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”